φρικαλέος — φρῑκαλέος , φρικαλέος shivering with cold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρικαλέος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που προκαλεί φρίκη (βλ. λ.), ο υπερβολικά φρικτός, ο τρομερός, ο φοβερός. 2. απαίσιος, αποκρουστικός: Το πρόσωπό του είναι φρικαλέο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρικαλέα — φρῑκαλέα , φρικαλέος shivering with cold neut nom/voc/acc pl φρῑκαλέᾱ , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc/acc dual φρῑκαλέᾱ , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρικαλέαι — φρῑκαλέαι , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc pl φρῑκαλέᾱͅ , φρικαλέος shivering with cold fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρικαλέαις — φρῑκαλέαις , φρικαλέος shivering with cold fem dat pl φρῑκαλέᾱͅς , φρικαλέος shivering with cold fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρικαλέας — φρῑκαλέᾱς , φρικαλέος shivering with cold fem acc pl φρῑκαλέᾱς , φρικαλέος shivering with cold fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρικαλέον — φρῑκαλέον , φρικαλέος shivering with cold masc acc sg φρῑκαλέον , φρικαλέος shivering with cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρικαλέᾳ — φρῑκαλέαι , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc pl φρῑκαλέᾱͅ , φρικαλέος shivering with cold fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… … Dictionary of Greek